- πάνθυτος
- πάν-θῠτος, ον,A celebrated with full sacrifices,
θεῶν θέσμια S.Aj.712
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεῶν θέσμια S.Aj.712
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάνθυτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ αὖ πάνθυτα θέσμι ἐξήνυσ «, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ θυτος] … Dictionary of Greek
πάνθυτα — πάνθυτος celebrated with full sacrifices neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek